- διαλαλεῖται
- διαλαλέωtalk withpres ind mp 3rd sg (attic epic)διαλαλέωtalk withpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπάρμπας — ο (Μ μπάρμπας και μπάρπας και πάρπας) αδελφός τής μητέρας ή τού πατέρα, θείος («πήγα στη θεία μου για ψωμί, στο μπάρμπα για παπούτσια, η θεία μου μ είδε κι έκλεισε, ο μπάρμπας μ αμπαρώνει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προσηγορικό κατά την… … Dictionary of Greek